περικαλύμματος

περικαλύμματος
περικάλυμμα
covering
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιγλωττίς — ίδος, ἡ Α 1. είδος λεπτού περικαλύμματος που τοποθετούσαν οι λαίμαργοι γύρω από την γλώσσα έτσι ώστε να επιτείνεται η αίσθηση τής γεύσης 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλωττίς (< γλῶττα + επίθημα ίς …   Dictionary of Greek

  • σαρκόδερμα — το, Ν βοτ. σαρκώδες στρώμα μεταξύ ενός φυτικού σπορίου και τού περικαλύμματός του …   Dictionary of Greek

  • σκεπαστήριος — ία, ον, ΜΑ 1. κατάλληλος για σκέπασμα, για προφύλαξη, για προστασία (α. «τὰ σκεπαστήρια ὅπλα», Διον. Αλ. β. «ταῑς... δοραῑς τῶν θηρίων σκεπαστηρίοις χρῆσθαι», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκεπαστήριον α) επενδύτης, πανωφόρι β) ασπίδα για τα μάτια …   Dictionary of Greek

  • αδιαβατική μεταβολή — Στη θερμοδυναμική ονομάζεται α.μ. κάθε φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο μια ποσότητα ύλης μεταβάλλει τις φυσικές ή χημικές ιδιότητές της χωρίς να προσλάβει από το περιβάλλον ή να αποδώσει σε αυτό θερμότητα. Καμιά πραγματική θερμοδυναμική μεταβολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”